καφορόζα

καφορόζα
και καφιρόζα και καφορούζα, η
φορτηγό πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαλλ. taforesse, το οποίο στην ελλ. απαντά και ως ταφουρέτζα
με παρετυμολογική επίδραση τής λ. σκάφη σχηματίστηκε ο τ. σκαφορόζα, το αρχικό -σ- τού οποίου σιγήθηκε προ συμφώνου (πρβλ. σκοπός - κοπός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”